Ορισμένες φορές οι γονείς, μετά από μια επώδυνη πορεία, φθάνουν στην απόφαση του διαζυγίου. Οι συνθήκες δεν είναι εύκολες για κανέναν και κανείς δεν βγαίνει ικανοποιημένος από ένα διαζύγιο. Όταν οι γονείς φθάνουν σ’ αυτήν την απόφαση πρέπει να σκεφτούν το αντίκτυπο που θα έχει στα παιδιά και πως προτίθενται να το αντιμετωπίσουν. Το διαζύγιο είναι μια από τις χειρότερες εμπειρίες στη ζωή ενός παιδιού και το αν θα προκαλέσει ψυχολογικά προβλήματα ή όχι εξαρτάται αφενός από την προσωπικότητα του παιδιού και αφετέρου από τον χειρισμό των γονιών. Οι γονείς έχουν την υποχρέωση να προστατεύσουν το παιδί και να το απομακρύνουν από τις συγκρούσεις και τις βίαιες καταστάσεις που πιθανόν υπάρχουν στην οικογένεια. Το πιο σοβαρό λάθος είναι η εκμετάλλευση του παιδιού, το να βάζουν, δηλαδή το παιδί στο μέσον της δίνης που παρασύρει τους ίδιους και να προσπαθεί ο καθένας να το χρησιμοποιήσει για δικό του συμφέρον.
Η τραυματική εμπειρία του διαζυγίου έχει άμεσα και έμμεσα αποτελέσματα. Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά ελπίζουν την επανασύνδεση της οικογένειας, ακόμα και μετά από 10-15 χρόνια. Στην ενήλικη ζωή τους έχουν μειωμένη ικανότητα να διαμορφώσουν σταθερές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου. Το παιδί του διαζυγίου έχει πολλές πιθανότητες να γίνει ένας οξύθυμος, ανασφαλής και επιθετικός ενήλικας. Υπάρχουν όμως και μελέτες που δείχνουν ότι τα παιδιά των διαζευγμένων γονέων τα καταφέρνουν καλύτερα από παιδιά που ζούνε σε δυστυχισμένες οικογένειες, με διαρκείς εντάσεις και καυγάδες, αλλά που οι γονείς δεν είναι χωρισμένοι. Μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους που καθορίζει τις επιπτώσεις διάλυσης της οικογένειας στα παιδιά είναι η στάση των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο.
Η στάση των γονέων
Το πρώτο ερώτημα που συνήθως τίθεται αφορά την ανακοίνωση του διαζυγίου. Οι εξηγήσεις που θα δοθούν στο παιδί θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια. Καλό είναι να τονισθεί ότι πρόκειται για μια κοινή απόφαση που αφορά μόνο τους γονείς. Τα παιδιά, ιδίως μικρότερης ηλικίας, έχουν την τάση να ερμηνεύσουν τα πάντα με επίκεντρο τον εαυτό τους. Έτσι συχνά βιώνουν το διαζύγιο σαν εγκατάλειψη, απόρριψη ή ενοχοποιούνται ότι είναι κακά παιδιά και γι’ αυτό ο γονέας που έφυγε δεν το αγαπά. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να καταλάβουν τις δυσμενείς συνέπειες που έχει για τους ενήλικες ένας αποτυχημένος γάμος και να αντιληφθούν τους πραγματικούς λόγους του διαζυγίου χωρίς να πιστεύουν ότι ο χωρισμός γίνεται εξαιτίας τους.
Ο χωρισμένος γονιός πρέπει να μην ξεχνά ότι η εκδήλωση οποιασδήποτε μορφής εχθρότητας και η εκτόξευση κατηγοριών προς τον πρώην σύζυγο τρομάζουν και στεναχωρούν το παιδί. Αν πρόκειται για τον γονέα του ίδιου φύλου, παρεμποδίζουν την ταυτοποίηση του παιδιού μαζί του, διαδικασία απαραίτητη για την ολοκλήρωση της ταυτότητάς του. Σημαντικό είναι η επαφή με τον γονέα που φεύγει να συνεχίσει να είναι συχνή. Η επαφή αυτή πρέπει να είναι απαλλαγμένη από ζήλια και τον ανταγωνισμό που μαστίζουν τις σχέσεις των γονέων μετά το διαζύγιο με σκοπό τη μονοπώληση της αγάπης και της αφοσίωσης του παιδιού. Οι επισκέψεις πρέπει να είναι σαφείς, καθορισμένες και συνεπείς όσον αφορά την ημέρα και ώρα. Το παιδί που περιμένει τον γονέα ο οποίος δεν έρχεται, βλέπει τους φόβους εγκατάλειψης να επιβεβαιώνονται και βυθίζεται σε πραγματική απελπισία.
Η μόνιμη κατοικία του παιδιού θα πρέπει να είναι στο σπίτι του ενός γονέα. Το να μοιράζει εξίσου το χρόνο του σε δυο σπίτια το αποστερεί από κάθε έννοια του μόνιμου δικού του χώρου και το κρατάει σε διαρκή σύγχυση. Μπορεί όμως να περνάει τα Σαββατοκύριακα ή σχολικές διακοπές στο σπίτι του άλλου γονέα, όπου καλό θα είναι να έχει και εκεί δικό του δωμάτιο, με αγαπημένα του παιχνίδια. Αν υπάρχουν αδέλφια δεν θα πρέπει να χωρίζονται τις ημέρες των επισκέψεων. Τη στιγμή του διαζυγίου τα άλλα μέλη της οικογένειας γίνονται ακόμα πιο σημαντικά. Οι σχέσεις των αδελφών ισχυροποιούνται και τα αδέλφια προστατεύονται μεταξύ τους από τυχόν αυθαιρεσίες των γονέων και από το άγχος του αποχωρισμού.
Τα ζητήματα πειθαρχίας είναι ένα άλλο θέμα που δεν πρέπει να παραληφθεί για τα παιδιά του διαζυγίου. Ο γονέας με τον οποίο μένουν μαζί έχει συνήθως την τάση υπερπροστασίας και χαλάρωσης των κανόνων πειθαρχίας, για να απαλύνει το πόνο και το stress του παιδιού. Οι διαζευγμένες μητέρες ανησυχούν ιδιαίτερα μήπως δεν μπορέσουν να επιβάλλουν την πειθαρχεία σ’ ένα αγόρι, λόγω της έλλειψης του αντρικού προτύπου. Τα περισσότερα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερά όρια και κανόνες πειθαρχίας. Σε μια φάση της ζωής τους που νιώθουν ότι τα πάντα αλλάζουν γύρω τους, η πειθαρχία αποτελεί μια ασφαλή βάση για να μπορέσουν να κυριαρχήσουν στο άγχος τους και να συνεχίσουν να τα καταφέρνουν στις σχολικές τους επιδόσεις και την κοινωνική τους ζωή. Το ιδανικό θα είναι οι ίδιοι κανόνες και οι ίδιες συνήθειες να κρατιούνται στα σπίτια και των δυο γονιών.
Ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών του διαζυγίου
Τα ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται κυρίως όταν το παιδί βρίσκεται στο μέσον της σύγκρουσης, όταν είναι μάρτυρας σε σκηνές εχθρότητας μεταξύ δυο ανθρώπων που αγαπάει και πρέπει να αποφασίσει ποιος από τους δυο έχει δίκιο. Η ψυχική ένταση του παιδιού είναι πολύ μεγάλη όταν αποτελεί μέρος της διαμάχης των δυο εμπόλεμων γονέων και σημείο αναφοράς για τις κατηγορίες που οι γονείς εκτοξεύουν ο ένας εναντίον του άλλου για αδιαφορία, εγκατάλειψη, ανεπάρκεια ή μεροληπτική στάση, Συχνά, επίσης, το παιδί χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση των οικονομικών διαφορών μεταξύ των δυο γονέων. Τα παιδιά που παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα είναι εκείνα που έχουν παίξει το ρόλου του εξιλαστήριου θύματος σε μια περίοδο που οι γονείς είναι βαθιά δυστυχισμένοι και απογοητευμένοι. Η επίδραση της τραυματική εμπειρίας του διαζυγίου φαίνεται κατ’ αρχήν στη σχολική επίδοση. Παιδιά τα οποία ήταν καλοί μαθητές παύουν να ενδιαφέρονται για τα μαθήματα του σχολείου ή παρουσιάζουν δυσκολία να συγκεντρωθούν και να διαβάσουν. Η συμπεριφορά τους παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις, μπορεί να είναι υπερβολικά υπάκουα ή έντονα προκλητικά. Εκδηλώνουν κρίσεις θυμού, λένε ψέματα ή καταστρέφουν αντικείμενα. Τα μικρότερα παιδιά μπορεί να παλινδρομήσουν και να παρουσιάσουν ενούρηση, τραυλισμό, διαταραχές του ύπνου και της διατροφής ή γενικότερα να υιοθετήσουν προηγούμενες συμπεριφορές. Εκδηλώνουν επιθυμία να κοιμούνται με τον γονέα που μένει σπίτι και δυσκολεύονται για οποιονδήποτε λόγο να τον αποχωριστούν.
Οι γονείς, καλύπτοντας τις δικές τους προσωπικές ανάγκες, πολλές φορές ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες. Στερούν όμως από το παιδί τη δυνατότητα να αναπτύξει την ανεξαρτησία του και να καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Οι στενές σχέσεις με τον γονέα του αντίθετου φύλου χωρίς την εξισορροπιστική συμβουλή του τρίτου προσώπου αντενδείκνυνται στην εφηβεία. Τα προβλήματα του παιδιού ίσως ενταθούν αν ο γονέας ξαναπαντρευτεί. Το νέο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί εισβολέας και το παιδί να βιώσει μια νέα εγκατάλειψη. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και υπομονή εκ μέρους του γονέα για να κάνει αποδεκτή τη νέα κατάσταση χωρίς να νιώσει το παιδί ότι περνάει σε δεύτερη μοίρα. Πρέπει, επίσης, να διαφυλαχθεί η θέση του άλλου φυσικού γονέα, ο οποίος θα είναι πάντα μια παρουσία στη ζωή της μικτής οικογένειας. Όσο καλύτερα διατηρηθεί η σχέση των δυο πρώην συζύγων, τόσο λιγότερο είναι το stress και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το παιδί.
Η παιδίατρος του παιδικού σταθμού
Γλύτση Άννα